ΜονΠρωτΘεσ. 4657/2015 (ασφ. Μέτρα) GEA-Οργ. Συλλογικής Διαχείρισης vs Νυχτερινά Κέντρα Διασκέδασης στη Θεσσαλονίκη

Α’ Δημοσίευση περίληψης: www.IPrights.GR

 

Ένα κατάστημα που εκτελεί δημόσια αποκλειστικά και μόνο μουσικό ρεπερτόριο εταιρειών όπως η «Fairmusic» και η «Jamendo» δεν υποχρεούται σε καταβολή αμοιβής σε «ΑΕΠΙ» και «ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ», εφόσον ο ιδιοκτήτης του δηλώσει υπευθύνως, στα πλαίσια έκδοσης της άδειας μουσικών οργάνων από τον αρμόδιο ΟΤΑ, ότι το ρεπερτόριο που χρησιμοποιεί ανήκει σε δημιουργούς που δεν έχουν αναθέσει τη διαχείριση του περιουσιακού τους δικαιώματος στους ως άνω οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. Δεν απαλλάσσεται όμως γι’ αυτό το λόγο από την καταβολή της εύλογης αμοιβής των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων στον «GEA».

gea clubs

Λέξεις – κλειδιά: Διανοητική ιδιοκτησία, Πνευματική Ιδιοκτησία, μουσικά έργα, Δημόσια εκτέλεση μουσικής, κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, μουσική απαραίτητη για λειτουργία, club, Θεσσαλονίκη, GEA, ΑΕΠΙ, Αυτοδιαχείριση, εύλογη αμοιβή, Fairmusic, Jamendo, Creative Commons, αμοιβολόγιο, άδεια μουσικών οργάνων, άδεια δημόσιας εκτέλεσης, οικονομική κρίση, προσωρινός προσδιορισμός εύλογης αμοιβής.

 

Κρίσιμες διατάξεις: άρ. 46, 47 παρ. 1, 49 παρ. 1, 6 και 7, 55 παρ. 2, 63 παρ. 2, 65 Ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας∙ άρ. 46 παρ. 1 και 3 Ν. 3904/2010∙ Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 26-10-1961 (N. 2054/1992) «Περί προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης», υπ’ αριθμό 16641/10-5-2011 έγγραφο του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας.

 

Γεγονότα:

Οι εναγόμενοι διατηρούν νυχτερινά Clubs στη Θεσσαλονίκη, που λειτουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Χρησιμοποιούν μουσική με μεγάλες ηχητικές εγκαταστάσεις και μηχανήματα για να προσελκύσουν πελατεία στα καταστήματά τους, και η μουσική είναι απαραίτητη για τη λειτουργία τους. Η ενάγουσα αναφέρει ότι εκτέλεσαν δημόσια μουσικά έργα του ρεπερτορίου της και οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να καταβάλουν την εύλογη αμοιβή του άρθρου 49 παρ. 1 Ν. 2121/1993 για την ως άνω εκτέλεση κατά τα περασμένα έτη. Για το λόγο αυτό, η ενάγουσα αιτείται, μεταξύ άλλων, στο Δικαστήριο, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τον καθορισμό της εύλογης αμοιβής που οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλλουν, και την προσωρινή καταβολή του ημίσεος αυτού. Το δικαστήριο αποφάσισε ως εξής:

 

Η απόφαση:

«[…] Η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη, χωρίς να απαιτείται, όπως ισχυρίζεται η πρώτη των καθ’ ων η αίτηση, η αναγραφή όλων των καλλιτεχνών Ελλήνων και ξένων που εκπροσωπεί η αιτούσα, όλων των έργων των ως άνω καλλιτεχνών, όλων των συμβάσεων αμοιβαιότητας, διότι η αναφορά τους είναι δειγματολειπτική [...] εφόσον καθιερώνεται τεκμήριο υπέρ της αιτούσας για την αντιπροσωπευτική της εξουσία και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 46, 47 παρ. 1, 49, 53 έως 58, 67 Ν. 2121/1993, καθώς και σ’ εκείνες των άρθρων 176, 728 παρ. 1 εδ. ζ’, 729 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να υποχρεωθούν οι καθ’ ων να συνεχίσουν ανά μήνα να της προσκομίζουν κατάλογο του μουσικού ρεπερτορίου, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η προσκόμιση του καταλόγου προϋποθέτει τη δημόσια εκτέλεση των έργων και στην αίτηση δεν εκτίθεται ότι αυτοί συνεχίζουν κατά το παρόν χρονικό διάστημα να κάνουν χρήση μουσικού ρεπερτορίου.

[…][Μ]ε το Ν. 2054/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 26-10-1961 «Περί προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης», η οποία εξομοιώνει τους αλλοδαπούς με τους ημεδαπούς δικαιούχους, με την παραχώρηση της αρχής της εθνικής μεταχειρίσεως και παρέχει εθνική μεταχείριση σε αλλοδαπούς ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και στους παραγωγούς των φωνογραφημάτων, εάν η πρώτη έκδοση ενός φωνογραφήματος έγινε σε μη συμβαλλόμενο κράτος. Είναι δε γνωστό ότι όλα τα μουσικά έργα, ακόμη και αυτά που προέρχονται από χώρες που δεν έχουν κυρώσει τη Σύμβαση της Ρώμης και ιδίως τα αμερικάνικα, εντός τριάντα ημερών από την πρώτη δημοσίευσή τους παρουσιάζονται στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Ενόψει των ανωτέρω τα μέλη της αιτούσας νομιμοποιούνταν στη διαπραγμάτευση, διεκδίκηση, είσπραξη και διανομή της εύλογης αμοιβής που δικαιούνται και οι αλλοδαποί δικαιούχοι για τη χρήση του ρεπερτορίου τους στην Ελλάδα για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και δημόσια εκτέλεση.

[…] [Η] πρώτη των καθ’ ων η αίτηση διατηρεί επιχείρηση latinclub, σε στεγασμένο χώρο επιφανείας 205 τ.μ., στη Θεσσαλονίκη, επί των οδών ……, αριθμός … και ... με το διακριτικό τίτλο «………….», όπου κυρίως ακούγεται μουσική latin. Ο δεύτερος των καθ’ ων διατηρεί επιχείρηση club, σε στεγασμένο χώρο επιφανείας 130 τ.μ. στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού … αριθμός … με το διακριτικό τίτλο …, όπου κυρίως ακούγεται ξένο ρεπερτόριο. Οι ανωτέρω επιχειρήσεις λειτουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, μετά τις 11 μ.μ. και χρησιμοποιούν κυρίως ξένη μουσική, η οποία μεταδίδεται με σύγχρονα μηχανήματα ήχου και με μεγάφωνα. Αμφότερες διοργανώνουν είτε θεματικές βραδιές είτε βραδιές μουσικής με διάσημους dj, τις οποίες διαφημίζουν με αφίσες σε διάφορα σημεία της πόλεως.

Η πρώτη των καθ’ ών ισχυρίστηκε ότι κάνει αποκλειστικώς χρήση μουσικών έργων, οι δημιουργοί των οποίων είναι κυρίως Αμερικανοί και δεν έχουν παραχωρήσει τα δικαιώματά τους σε οποιονδήποτε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, συνεπώς ούτε και στην αιτούσα, αλλά σε αλλοδαπές εμπορικές εταιρείες, όπως οι εταιρείες “FAIRMUSIC” και “JAMENDO”, με τις οποίες η ίδια έχει καταρτίσει συμβάσεις για χρήση του ρεπερτορίου της, μέσω του εμπορικού τους αντιπροσώπου στη Θεσσαλονίκη και έχει καταβάλλει τη σχετική αμοιβή του, ενώ είναι αδιάφορο για αυτήν εάν οι καλλιτέχνες που εκπροσωπούνται από τις εταιρίες αυτές είναι νέοι ή άσημοι, διότι προέχον είναι το είδος της μουσικής που ακούγεται στο κατάστημά της και με το οποίο οι θαμώνες διασκεδάζουν και όχι η μετάδοση τραγουδιών διάσημων καλλιτεχνών. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της, εκτός από την κατάθεση του μάρτυρά της, υπαλλήλου της ελληνικής συμβεβλημένης εταιρείας, προσκομίζει πιστοποιητικά συνδρομής της «FAIRMUSIC», για ετήσια συνδρομή των ετών 2012 και 2013, καθώς και άδεια δημόσιας εκτέλεσης ρεπερτορίου από τον ..., αντιπρόσωπο της εταιρείας «JAMENDO», που της επιτρέπει να εκτελεί δημόσια όλα τα μουσικά έργα της εταιρίας, τα οποία διαχειρίζεται η τελευταία με σύμβαση διανομής που έχει καταρτίσει με τους κατόχους των δικαιωμάτων.

Σύμφωνα με την από 4-7-2011 σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ της εταιρείας «JAMENDO», που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, όπου και καταρτίστηκε η σύμβαση, και του … η εταιρεία αποτελεί πλατφόρμα διαδικτυακής προσβάσεως, η χρήση της οποίας επιτρέπει τη διανομή μουσικών έργων που παρέχονται στην πλατφόρμα από τους δημιουργούς τους, βάσει άδειας χρήσεως Creative Commons. Ως δημιουργός κατά το άρθρο 1 της συμβάσεως αναφέρεται ο κάτοχος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ενός έργου, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της συμβάσεως. Από το ίδιο το περιεχόμενο της συμβάσεως προκύπτει σαφώς ότι αυτή αφορά στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των δημιουργών και όχι στα συγγενικά δικαιώματα και συνεπώς οι δημιουργοί που έχουν συμβληθεί με τις εταιρείες αυτές δεν αντιπροσωπεύονται από την ΑΕΠΙ και δεν αφορά η σύμβαση στην αιτούσα, που είναι οργανισμός συλλογικής διαχειρίσεως συγγενικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών, το δικαίωμα των οποίων στην εύλογη αμοιβή είναι ανεκχώρητο. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το με αριθμό πρωτοκόλλου 16641/10-5-2011 έγγραφο του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας προς του Υπουργείο Εσωτερικών, που αφορά στη διαδικασία της εκδόσεως άδειας χρήσεως μουσικής από τους Δήμους, κατά το άρθρο 63 παρ. 2 Ν. 2121/1993, το οποίο απαιτεί, προκειμένου να εκδοθεί η άδεια, προσκόμιση έγγραφης άδειας δημόσιας εκτέλεσης, χορηγούμενη από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης της εξουσίας δημόσιας εκτέλεσης.

Σύμφωνα με το ως άνω έγγραφο οι εταιρείες «FAIRMUSIC» και “JAMENDO” δεν αποτελούν οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τα άρθρα 54 επ. του ιδίου νόμου και δεν νομιμοποιούνται για την έκδοση και χορήγηση τέτοιας άδειας, μπορεί όμως να εκδοθεί άδεια μουσικής εάν ο επιχειρηματίας υποβάλει υπεύθυνη δήλωση ότι η μουσική που θα χρησιμοποιήσει στο κατάστημά του ανήκει σε δημιουργούς που δεν έχουν αναθέσει τη διαχείριση του περιουσιακού τους δικαιώματος σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και ειδικότερα στην ΑΕΠΙ και την ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ.

Σε περίπτωση που ο επιχειρηματίας χρησιμοποιεί τόσο μη εκπροσωπούμενο όσο και εκπροσωπούμενο ρεπερτόριο, τότε απαιτείται να προσκομίσει άδεια δημόσιας εκτέλεσης. Σύμφωνα δε με διευκρινιστικά έγγραφα του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας που ακολούθησαν, «1. Οποιαδήποτε επιχείρηση χρησιμοποιεί μουσική δημόσια (δημόσια εκτέλεση) εκτός από την καταβολή αμοιβής στους δημιουργούς των μουσικών έργων (συνθέτες και στιχουργούς), οι οποίοι εκπροσωπούνται από τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης «ΑΕΠΙ» και «ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ», οφείλεται και εύλογη αμοιβή στους δικαιούχους των συγγενικών δικαιωμάτων που εκπροσωπούνται από τους οργανισμούς Grammo, Ερατώ και Απόλλων (α. 49 παρ. 1 ν. 2121/1993). Οι τρεις αυτοί οργανισμοί συνέστησαν τον GEA- εκτός των άλλων-προς διευκόλυνση των χρηστών και για να εισπράττουν από κοινού αυτήν την εύλογη αμοιβή. 2. Ο οργανισμός GEA (Grammo, Ερατώ, Απόλλων) είναι στην Ελλάδα ο ενιαίος και μοναδικός οργανισμός συλλογικής διαχείρισης και είσπραξης των συγγενικών δικαιωμάτων τραγουδιστών, μουσικών και παραγωγών […]. 3. Η διοικητική άδεια που εκδίδεται από τους οικείους ΟΤΑ στο πλαίσιο του άρθρου 63 παρ. 2 Ν. 2121/1993 για τη χρήση και λειτουργία μουσικής δεν σχετίζεται με την καταβολή της εύλογης αμοιβής στον GEA. Ωστόσο, το κατάστημα που εκτελεί δημόσια ηχογραφημένη μουσική έχει υποχρέωση βάσει του ν. 2121/1993 (αλλά και διεθνών συμβάσεων και κοινοτικών Οδηγιών) να καταβάλλει εύλογη αμοιβή και στους δικαιούχους των συγγενικών δικαιωμάτων. Συνεπώς οφείλει να επικοινωνεί με τον GEAγια την καταβολή αυτής της αμοιβής.»

Ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός της πρώτης των καθ’ ών ότι χρησιμοποιεί το μουσικό ρεπερτόριο που της διέθεσαν οι εταιρείας «FAIRMUSIC» και «JAMENDO» σε κινητή συσκευή αποθήκευσης (usb) και δεν υποχρεούται σε καταβολή εύλογης αμοιβής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αλλά ακόμη και εάν ήταν βάσιμος, πιθανολογήθηκε ότι η πρώτη των καθ’ ών η αίτηση δεν χρησιμοποιεί μόνο αυτό το ρεπερτόριο, αλλά και μουσικά έργα καλλιτεχνών, τα συγγενικά δικαιώματα των οποίων διαχειρίζεται η αιτούσα, όπως διαπίστωσε ο μάρτυρας που εξετάστηκε στο ακροατήριο με επιμέλεια της αιτούσας, ο οποίος έχει προσωπική αντίληψη, διότι επισκέφθηκε το κατάστημά της στις 28-1-2013 και 9-11-2014. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση η πρώτη των καθ’ ών η αίτηση οφείλει εύλογη αμοιβή στην αιτούσα.

Στα ανωτέρω καταστήματα των δύο πρώτων των καθ’ ων η μουσική αποτελεί απαραίτητο συστατικό για την προσέλκυση πελατείας και συνεπώς γεννάται δικαίωμα εύλογης αμοιβής της αιτούσας. Στο αμοιβολόγιο που συνέταξε η αιτούσα και τα μέλη της, για τα καταστήματα, για τη λειτουργία των οποίων η μουσική είναι απαραίτητη και λειτουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, όπως τα καταστήματα των καθ’ ων, η καταβλητέα από τους χρήστες αμοιβή προσδιορίστηκε για στεγασμένο χώρο εμβαδού 100 τ.μ. έως 200 τ.μ. σε 4.200 ευρώ ετησίως και από 201 έως 300 τ.μ. σε 5.000 ευρώ ετησίως, στα οποία πρέπει να προστεθεί και ο Φ.Π.Α. ύψους 23%. Λαμβανομένων δε υπόψη, της διάρκειας της λειτουργίας της επιχειρήσεως των καθ’ ων, του αριθμού των πελατών που έχουν τη δυνατότητα να εξυπηρετήσουν, του είδους των υπηρεσιών που παρέχουν, στις οποίες η μουσική είναι απαραίτητη και της δαπάνης στην οποία θα υποβάλλονταν για τη χρήση ζωντανής μουσικής για την ψυχαγωγία των πελατών τους, καθώς και τις σχετικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της αιτούσας και της πρώτης των καθ’ ων, τα ανωτέρω ποσά πιθανολογούνται ως υπερβολικά και πρέπει να οριστούν στα ποσά των 3.000 και 4.000 ευρώ αντίστοιχα, δεδομένης και της οικονομικής κρίσεως που ακολούθησε τη δημοσίευση του αμοιβολογίου, τα οποία συνιστούν την εύλογη αμοιβή κατά το άρθρο 49 του Ν. 2121/1993 για τη χρήση του μουσικού ρεπερτορίου απ’ αυτούς.

Με βάση τα ανωτέρω το ύψος της εύλογης ενιαίας αμοιβής που πρέπει να καταβάλουν στην αιτούσα πρέπει να καθοριστεί: α) για την πρώτη των καθ’ ών για έκαστο από τα έτη 2012 και 2013 σε 4.920 ευρώ και συνολικώς 9.840 ευρώ, β) για το δεύτερο των καθ’ ων για το έτος 2014 στο ποσό των 3.690 ευρώ. Τέλος, πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση προσωρινής επιδικάσεως στην αιτούσα του μισού ποσού της αμοιβής που προσδιορίστηκε ανωτέρω, καθ’ όσον πολλοί από τους δικαιούχους αποβλέπουν στο έσοδο αυτό για την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι οι καθ’ ων έχουν ήδη αποκομίσει οικονομικό όφελος από τη χρήση της μουσικής.

Περαιτέρω πρέπει να υποχρεωθούν οι ως άνω των καθ’ ων να παραδώσουν στην αιτούσα τον κατάλογο με τους τίτλους του μουσικού ρεπερτορίου που χρησιμοποίησαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε να καταστεί δυνατή η διανομή μεταξύ των δικαιούχων. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να καταδικαστούν οι πρώτη και δεύτερος των καθ’ ων σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας, ανάλογο με την έκταση της ήττας τους (άρθρο 178 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

[…]

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.