Άρειος Πάγος (Α1' Πολιτικό Τμήμα) 1065/2014

(άγνωστοι διάδικοι)

(Δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Ισοκράτης)

Η ΛΙΖΑ ΤΟ ΣΚΑΣΕ

  • Η εν ζωή μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος και των επί μέρους εξουσιών επί ενός προστατευόμενου έργου διέπεται ευθέως από τις σχετικές διατάξεις του ν. 2121/1993 και αναλογικά και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί εκχώρησης (άρθρα 455 επ. και 470 ΑΚ).

 

  • Οι διατάξεις του ΑΚ περί καλόπιστης κτήσης κινητών (άρ. 1034 επ.) και χρησικτησίας (άρ. 1041 επ.) δεν εφαρμόζονται αναλογικά επί περιουσιακών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

 

  • Στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν ισχύει η αρχή της καλόπιστης κτήσης και το φαινόμενο δικαίου που απορρέει από το εξωτερικό στοιχείο της κατοχής, ούτε προέχει ως σκοπός η προστασία των συναλλαγών, όπως συμβαίνει στον χώρο του εμπράγματου δικαίου, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί η αναλογική εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, η οποία δεν θα παρείχε επαρκή προστασία στον πνευματικό δημιουργό ιδίως υπό τα σύγχρονα δεδομένα της δυναμικής και πολύπλοκης τεχνολογικής εξέλιξης των συναλλαγών στον χώρο της πνευματικής ιδιοκτησίας.

 

Λέξεις-κλειδιά: Πνευματική Ιδιοκτησία, Οπτικοακουστικά έργα, Κινηματογραφική Ταινία, Χρησικτησία, Μεταβίβαση περιουσιακών δικαιωμάτων, Εκχώρηση, Καλόπιστη κτήση, διαχρονικό δίκαιο.

Κρίσιμες διατάξεις: άρ. 3, 9, 12, 13, 17, 34 και 68 Ν. 2121/1993∙ άρ. 455 επ., 470, 1034 επ. Αστικού Κώδικα.

 

Γεγονότα:

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ένας σκηνοθέτης και ένας μοντέρ ίδρυσαν μία ομόρρυθμη εταιρεία παραγωγής και εκμετάλλευσης κινηματογραφικών ταινιών. Την ίδια περίοδο η ως άνω εταιρεία παρήγαγε την γνωστή ταινία "Η Λίζα το' σκασε". Ο σκηνοθέτης, ως πρωτογενής δικαιούχος των πνευματικών δικαιωμάτων επί της ταινίας αυτής μεταβίβασε όλα τα δικαιώματά του στην παραγωγό εταιρεία απεκδυόμενος έκτοτε κάθε περιουσιακού δικαιώματος επ' αυτής.

Οι αναιρεσίβλητοι τυγχάνουν συνδικαιούχοι του συνόλου των περιουσιακών δικαιωμάτων επί της ταινίας αυτής, συνεπεία διαδοχικών μεταβιβάσεων από την παραγωγό εταιρεία. Με αυτή την ιδιότητα ενήγαγαν τον πρώτο αναιρεσείοντα, για την εκμετάλλευση του έργου χωρίς την άδειά τους. Ο τελευταίος επικαλείται ιδία κυριότητα επί του έργου, η οποία προκύπτει από τη σε αυτόν μεταβίβαση του συνόλου των περιουσιακών δικαιωμάτων από τον ίδιο τον σκηνοθέτη της ταινίας και τον συνέταιρο αυτού.

Το Εφετείο έκρινε ότι οι αναιρεσιβλητοι έχουν καταστεί συγκύριοι εξ αδιαιρέτου όλων των περιουσιακών δικαιωμάτων της αναφερομένης κινηματογραφικής ταινίας συνεπεία της κατ’ άρθρο 1034 Α.Κ. καλόπιστης κτήσης, αλλά και κατ’ άρθρο 1041 Α.Κ. σε συνδυασμό με 1045 Α.Κ., ήτοι με τακτική χρησικτησία. Οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης και ο Άρειος Πάγος έκρινε και αποφάσισε ως εξής:

 

Η απόφαση:

«[…] Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2121/1993 (για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα), ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης η επιστήμης, το οποίο εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή και εμφανίζει ιδιαίτερη ατομικότητα οφειλόμενη στην προσωπική συμβολή του δημιουργού, που το διαφοροποιεί από όσα προϋπάρχουν ως προς το περιεχόμενο ή και τη μορφή του. Εφόσον υπάρχουν οι παραπάνω όροι, ο νόμος προστατεύει το έργο ως άυλο αγαθό (όχι ως υλικό αντικείμενο καθαυτό που ενσωματώνει το πνευματικό δημιούργημα) και μόνο σε σχέση με τη συγκεκριμένη μορφή που έδωσε σ' αυτό ο δημιουργός του. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 6 του ν. 2121/1993, ο πνευματικός δημιουργός με τη δημιουργία του έργου αποκτά πρωτογενώς και αυτοδικαίως (χωρίς τυπικές διατυπώσεις) το αποκλειστικό και απόλυτο δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου και το δικαίωμα προστασίας του προσωπικού του δεσμού μ' αυτό (περιουσιακό και ηθικό δικαίωμα, αντίστοιχα).


Εξάλλου, το περιουσιακό δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας παρέχει, μεταξύ άλλων, στον δημιουργό την εξουσία για εγγραφή και αναπαραγωγή του έργου με κάθε μέσο και τη θέση αυτού σε κυκλοφορία (άρθρο 3 παρ. 1 περ. α' και δ' ν. 2121/93). Έγγραφη είναι η (χρονικά προγενέστερη και διακεκριμένη από την αναπαραγωγική φάση πολλαπλασιασμού του έργου) πρώτη υλική ενσωμάτωση του έργου πάνω σε υλικό φορέα (π.χ. το αποκαλούμενο "negative" σειράς εικόνων και ήχου κινηματογραφικής ταινίας), ο οποίος αποτελεί τη βάση για την αναπαραγωγή του έργου σε αντίτυπα με προορισμό συνήθως τη δημόσια χρήση. Το δικαίωμα θέσης του έργου σε κυκλοφορία αναφέρεται μόνο σε ενσώματα αντικείμενα (πρωτότυπο έργου μοναδικής ενσωμάτωσης ή αντίτυπα έργων), περιλαμβάνει τις πράξεις, με τις οποίες το έργο γίνεται προσιτό στο κοινό (κυρίως διάδοση και διανομή) και υλοποιείται με τη μεταβίβαση της κυριότητας του υλικού φορέα της πρώτης εγγραφής που ενσωματώνει το έργο ή, ιδίως, της κυριότητας των αντιτύπων αυτού σε τρίτους, καθώς και με τα άλλα μέσα κυκλοφορίας, που προβλέπονται στο άρθρο 3 του ν. 2121/93, η δε μεταβίβαση της κυριότητας, του εν λόγω υλικού φορέα ενσωμάτωσης του έργου (πρωτότυπου, αντίγραφου ή αντίτυπου) δεν επιφέρει μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας στον κτήτορα και δεν παρέχει σ' αυτόν εξουσίες εκμετάλλευσης του έργου, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία με τον δημιουργός (άρθρο 17 ν. 2121/93). Το περιουσιακό δικαίωμα είναι ελεύθερα μεταβιβαστό και η αξιοποίησή του γίνεται είτε με συστατική μεταβίβαση όλων των επί μέρους εξουσιών του σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο γίνεται έτσι μόνος δικαιούχος με αντίστοιχη αποξένωση του δημιουργού από αυτές, είτε με συμβάσεις ή με άδειες εκμετάλλευσης συγκεκριμένων εξουσιών του περιουσιακού δικαιώματος, οι οποίες μπορεί να συμφωνηθούν ως αποκλειστικές ή όχι και με τις οποίες ο τρίτος αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση (σύμβαση εκμετάλλευσης) ή αποκτά απλώς το δικαίωμα (άδεια εκμετάλλευσης) να ασκήσει τις αντίστοιχες εξουσίες (άρθρα 12 και 14 ν. 2121/93). Στην περίπτωση μεταβίβασης όλων επιμέρους εξουσιών του περιουσιακού δικαιώματος για την πραγμάτωση του σκοπού σχετικής μεταβιβαστικής σύμβασης, δεν απαιτείται συναίνεση του δημιουργού του έργου για τις περαιτέρω μεταβιβάσεις εξουσιών του περιουσιακού δικαιώματος από τον νέο δικαιούχο προς τρίτους. Αντίθετα, απαιτείται η συναίνεση του δημιουργού για εν ζωή μεταβιβάσεις τέτοιων εξουσιών προς τρίτους από όσους ανέλαβαν την εκμετάλλευση ή απέκτησαν δυνατότητα εκμετάλλευσης του περιουσιακού δικαιώματος με αντίστοιχη σύμβαση ή άδεια εκμετάλλευσης (άρθρο 13 ν. 2121/93).

Οι δικαιοπραξίες που αφορούν την άσκηση του ηθικού ή τη μεταβίβαση, την ανάθεση και την άδεια εκμετάλλευσης του περιουσιακού δικαιώματος είναι τυπικές και η μη τήρηση του εγγράφου τύπου επιφέρει σχετική ακυρότητα, την οποία μπορεί να επικαλεστεί μόνο ό πνευματικός δημιουργός, ενώ αναπτύσσουν πλήρη ενέργεια μέχρι να γίνει επίκληση της ακυρότητάς τους (άρθρο 14 ν. 2121/93). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 3 του ν. 2121/93, έχουν υπαχθεί στην εφαρμογή του εν λόγω νόμου, μετά την πάροδο έτους αφότου τέθηκε σε ισχύ (ήτοι από 4-3-1994) και εκείνες από τις παραπάνω δικαιοπραξίες που είχαν καταρτιστεί πριν από τη δημοσίευσή του από τον πνευματικό δημιουργό, στην προστασία του οποίου αποσκοπεί σχετική διάταξη. Η αναδρομικότητα, όμως, αυτή του νέου νόμου δεν αφορά και τον τύπο των σχετικών δικαιοπραξιών, ενόψει της γενικότερης αρχής του διαχρονικού δικαίου, ότι ο τύπος των συμβάσεων εξακολουθεί να διέπεται από το δίκαιο που ίσχυε κατά την κατάρτιση τους από την οποία αρχή, παρά τη γενικότητα της σχετικής διάταξης, δεν προκύπτει ότι έχει αποστεί ο νέος νομοθέτης.

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του ν. 2121/93, ως πνευματικός δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου τεκμαίρεται ο σκηνοθέτης, ο οποίος, με σύμβαση οπτικοακουστικής παραγωγής μεταξύ αυτού και του παραγωγού του έργου (δηλαδή του φυσικού ή νομικού προσώπου, με πρωτοβουλία και ευθύνη του οποίου πραγματοποιείται η πρώτη εγγραφή σε υλικό φορέα σειράς ήχου ή σειράς εικόνων με ή χωρίς ήχο, κατά το άρθρο 47 παρ. 2 ν. 2121/93), μεταβιβάζει στον τελευταίο συγκεκριμένες εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα, οι οποίες πρέπει να ορίζονται στη σύμβαση και οι οποίες μπορεί και. να εξαντλούν το περιεχόμενο του περιουσιακού δικαιώματος. Σε αντίθετη περίπτωση, μεταβιβάζονται στον παραγωγό μόνο-όσες εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα είναι αναγκαίες για την εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού έργου, με βάση τον σκοπό της σύμβασης. Το οπτικοακουστικό έργο θεωρείται περατωμένο όταν εγκριθεί από τον πνευματικό δημιουργό το πρότυπο παραγωγής αντιτύπων για την εκμετάλλευσή του, το οποίο, στην περίπτωση κινηματογραφικής ταινίας, είναι ο υλικός φορέας πρώτης υλικής ενσωμάτωσης του έργου, δηλαδή το "negative" σειράς εικόνων και ήχου αυτής.

Εξάλλου, η εν ζωή μεταβίβαση του υλικού φορέα μοναδικής ενσωμάτωσης του έργου, του υλικού φορέα του πρωτοτύπου και των αντιτύπων του διέπεται ευθέως από τις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ανάλογα με τη φύση του έργου ως κινητού ή ακινήτου (άρθρα 1033 επ. κλπ.). Η εν ζωή, όμως, μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος επί του έργου και των επί μέρους εξουσιών από αυτό διέπεται ευθέως από τις οικείες διατάξεις του ν. 2121/1993 και αναλογικά και συμπληρωματικά από τις διατάξεις της εκχώρησης (άρθρα 455 επ. 470 ΑΚ). Η ρύθμιση των εν λόγω διατάξεων προσιδιάζει στη φύση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ως απολύτου και αποκλειστικού δικαιώματος επί άυλου αγαθού, του οποίου η γέννηση και άσκηση δεν συνδέεται με κανέναν τύπο δημοσιότητας και ευνοεί το συμφέρον του πνευματικού δημιουργού, στο οποίο πρωτίστως αποσκοπούν οι διατάξεις του ν. 2121/93, χωρίς να προκαλείται από την αναλογική εφαρμογή τους διατάραξη της ασφάλειας των συναλλαγών στο πεδίο της πνευματικής ιδιοκτησίας, η προστασία της οποίας υπηρετείται θεσμικά ιδίως με το τεκμήριο δημιουργού/δικαιούχου (άρθρο 10 ν. 2121/93) και με την αρχή της εξάντλησης ή ανάλωσης του δικαιώματος του δημιουργού/δικαιούχου να θέσει, σε κυκλοφορία αντίτυπο του έργου (άρθρο 41 ν. 2121/93). Αντίθετα δεν είναι αναλογικά εφαρμοστέες οι διατάξεις των άρθρων 1034 επ. ΑΚ, καθόσον στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν υπάρχει η αρχή της καλόπιστης κτήσης και το φαινόμενο δικαίου από το εξωτερικό στοιχείο της κατοχής, όπως συμβαίνει στον χώρο του εμπράγματου δικαίου, ούτε προέχει ως σκοπός η προστασία των συναλλαγών, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί η αναλογική εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, η οποία δεν θα παρείχε επαρκή προστασία στον πνευματικό δημιουργό ιδίως υπό τα σύγχρονα δεδομένα της δυναμικής και πολύπλοκης τεχνολογικής εξέλιξης των συναλλαγών στον χώρο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η δε διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2121/93 (για εξουσία θέσης σε κυκλοφορία του πρωτοτύπου ή αντιτύπων του έργου με μεταβίβαση της κυριότητάς τους σε τρίτους), αναφερόμενη αποκλειστικά σε μεταβίβαση ενσώματων αντικειμένων ως τρόπου υλοποίησηw της εξουσίας για θέση σε κυκλοφορία του έργου και όχι ως τρόπου μεταβίβασης καθαυτού του δικαιώματος σε τρίτο, υποδηλώνει μάλλον αρνητική θέση του νομοθέτη για τη θεωρητική και νομολογιακής άποψη, που δέχεται την αναλογική εφαρμογή των άρθρων 1034 επ. ΑΚ σε περιπτώσεις μεταβίβασης του περιουσιακού δικαιώματος. Συνακολούθως δεν είναι νομικά δυνατή η απόκτηση του περιουσιακού δικαιώματος ή επί μέρους εξουσιών αυτού από καλόπιστο τρίτο ή με χρησικτησία.


Τέλος, η ιδιαίτερη κανονιστική αρχή του σκοπού της μεταβίβασης ή της σύμβασης, που καθιερώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 2121/93, ότι δηλαδή ο δημιουργός, εν αμφιβολία μεταβιβάζει περιουσιακά δικαιώματα επί του έργου του μόνο στην έκταση που είναι αναγκαία για την πραγμάτωση του σκοπού της σύμβασης, προηγείται των γενικών ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αλλά έπεται των ειδικών ερμηνευτικών κανόνων του ν. 2121/93, όπως είναι οι κανόνες του άρθρου 34 παρ. 1 (ότι στη σύμβαση οπτικοακουστικής παραγωγής μεταβιβάζονται στον παραγωγό μόνο όσες εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα είναι αναγκαίες για την εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού έργου), καθώς και ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 15 παρ. 2, ότι δηλαδή η διάρκεια των μεταβιβάσεων του περιουσιακού δικαιώματος ή των συμβάσεων ή αδειών εκμετάλλευσης αυτού θεωρείται πενταετής, εάν ο χρόνος ισχύος τους δεν καθορίζεται σ' αυτές ή δεν προκύπτει από τα συναλλακτικά ήθη. Ως σκοπός της σύμβασης νοείται αυτός που επιδιώκουν από κοινού τα συμβαλλόμενα μέρη, η δε σχετική αρχή δεν θίγει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και δεν έχει εφαρμογή, όταν η βούληση των μερών είναι αναμφίβολη. Ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 15 παρ. 3 αποσκοπεί στην προστασία του πνευματικού δημιουργού (και όχι τρίτων που απέκτησαν συμβατικά το περιουσιακό δικαίωμα ή συγκεκριμένες εξουσίες του από αυτόν) και έχει εφαρμογή και σε σχετικές συμβάσεις που καταρτίστηκαν πριν από τη θέσπιση του ν. 2121/93 (άρθρο 68 παρ. 3), μεταξύ του πνευματικού δημιουργού και τρίτων, οι οποίες, αν ο χρόνος ισχύος τους δεν ορίζεται σ' αυτές ή δεν προκύπτει από τα συναλλακτικά ήθη, παύουν να ισχύουν μετά πενταετία αφότου άρχισε να ισχύει γι' αυτές ο ν. 2121/93, δηλαδή από 4-3-1994.

[…] Οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι έχουν γίνει συνδικαιούχοι εξ αδιαιρέτου όλων των εξουσιών του περιουσιακού δικαιώματος επί της ένδικης κινηματογραφικής ταινίας με διαδοχικές συμβατικές μεταβιβάσεις αυτού και αρχική τη μεταβίβαση από τον πνευματικό δημιουργό και σκηνοθέτη αυτής, Σ. Κ., συνιστούν, κατά ορθή νομική υπαγωγή στις αναλογικά εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 455 επ. και 470 ΑΚ (και όχι εκείνες των άρθρων 1034 επ. ΑΚ, που εσφαλμένα δέχτηκε το Εφετείο) νόμιμους τρόπους συμβατικής μεταβίβασης όλων των εξουσιών του περιουσιακού δικαιώματος, επί της κινηματογραφικής ταινίας από τους εκάστοτε δικαιοπαρόχους προς τους εκάστοτε δικαιοδόχους αυτής μέχρι τους ενάγοντες. Επομένως, η κρίση του Εφετείου, ότι οι ενάγοντες έγιναν συνδικαιούχοι εξ αδιαιρέτου του (άυλου) περιουσιακού δικαιώματος επί της ταινίας με διαδοχικές συμβατικές μεταβιβάσεις και η θεμελίωση σ' αυτή την κρίση της απόφασής του για απόρριψη της έφεσης και επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που δέχτηκε την αγωγή, είναι κατ' αποτέλεσμα ορθή. Αντίθετα, η κρίση του Εφετείου, ότι οι ενάγοντες έγιναν συνδικαιούχοι του περιουσιακού δικαιώματος επί της ταινίας και με τακτική χρησικτησία, κατά αναλογική εφαρμογή των άρθρων 1034 επ. ΑΚ είναι εσφαλμένη. Δεν θίγεται, όμως, το κύρος του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο στηρίζεται αυτοτελώς και αποτελεσματικά στη βάση της συμβατικής μεταβίβασης του περιουσιακού δικαιώματος στους ενάγοντες, για την εγκυρότητα της οποίας δεν ήταν αναγκαία συναίνεση του πνευματικού δημιουργού, αφού, όπως ανέλεγκτα δέχτηκε η εφετειακή απόφαση, ο τελευταίος μεταβίβασε στη δικαιοδόχο του εταιρεία και παραγωγό της ταινίας όλες τις εξουσίες του περιουσιακού του δικαιώματος επί της ταινίας και αποξενώθηκε πλήρως εφεξής από αυτό, και δεν πρόκειται απλώς για σύμβαση ή άδεια εκμετάλλευσης του περιουσιακού δικαιώματος, οπότε θα ήταν αναγκαία η συναίνεσή του για τις μεταγενέστερες μεταβιβάσεις. Επομένως, ο 1ος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση παραβίαση των άρθρων 1034, 1036 και 1045 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, ως προς το μέρος πού το διατακτικό της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας θεμελιώνεται στη βάση της τακτικής χρησικτησίας. Ενώ, ως προς το μέρος που το διατακτικό της θεμελιώνεται στη βάση της συμβατικής μεταβίβασης στους ενάγοντες του περιουσιακού δικαιώματος επί της ταινίας, εσφαλμένη είναι μόνο η αιτιολογία ότι αναλογικά εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις των άρθρων 1034 επ. ΑΚ, η οποία αντικαθίσταται, κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, με την προαναφερόμενη ορθή (ότι στις ένδικες μεταβιβάσεις έχουν αναλογική εφαρμογή οι διατάξεις 455 επ., 470 ΑΚ), ο ίδιος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο ίδιος λόγος και ως προς την αιτίαση, ότι η μεταβιβαστική σύμβαση που επικαλούνται οι ενάγοντες με τον δημιουργό της ταινίας έπαυσε να ισχύει μετά πενταετία αφότου άρχισε να ισχύει και για τις προγενέστερες συμβάσεις ο ν. 2121/93) επειδή ο σχετικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 15 παρ. 2 του ν. 2121/93 αποσκοπεί στην προστασία του πνευματικού δημιουργού και όχι των τρίτων δικαιοδόχων του, αλλά και επειδή, όπως δέχτηκε ανέλεγκτα το Εφετείο, με την αρχική μεταβιβαστική σύμβαση ο δημιουργός της ένδικης κινηματογραφικής ταινίας μεταβίβασε προς την παραγωγό αυτής εταιρεία όλες τις εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα και ο ίδιος αποξενώθηκε εφεξής πλήρως και οριστικά από αυτό, μη αφήνοντας έτσι καμία αμφιβολία ως προς τη διάρκεια της σύμβασης, ώστε να μπορεί να έχει πεδίο λειτουργίας ο σχετικός ερμηνευτικός κανόνας. Σημειώνεται ότι για την (ορθή) κρίση της εφετειακής απόφασης και το αντίστοιχο κεφάλαιο αυτής, με το οποίο οι 2ος και 3ος των αρχικά εναγόντων, Δ. Π. και Δ. Λ., αναγνωρίστηκαν ως συγκύριοι κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας του υλικού φορέα πρώτης ενσωμάτωσης της ταινίας (negative), με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, κατά ευθεία εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1034 επ. ΑΚ, δεν υπάρχει αναιρετική αιτίαση. […]
[…]

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ […]

Απορρίπτει […] την αίτηση για αναίρεση της απόφασης 5919/2011 του Εφετείου Αθηνών. […] ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 7 Απριλίου 2014. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 14 Μαΐου 2014.»