ΜονΠρωτΑθ. (Ασφ. Μέτρα) 13478/2014, Grammo, Αθηνά, ΟΣΔΕΛ, ΑΕΠΙ, ΕΠΟΕ κατά Ελληνικών παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου (ISPs)

 

Η λήψη από τους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο μέτρων αποκλεισμού πρόσβασης για τους συνδρομητές-χρήστες διαδικτύου σε ιστότοπους για καταστολή παράνομης εκμετάλλευσης προστατευόμενων έργων δεν είναι συμβατή με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και με το απαραβίαστο της ελευθερίας της πληροφόρησης και του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας καθώς δεν πληροί τα ειδικότερα κριτήρια της αναγκαιότητας και της καταλληλότητας για την έστω και εν μέρει επίτευξη του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού.

 

Λέξεις-κλειδιά: Παράνομη εκμετάλλευση έργων στο διαδίκτυο - Ευθύνη διαμεσολαβητών- φιλτράρισμα- δικτύων ομότιμων κόμβων-δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας- αποκλεισμός πρόσβασης σε ιστοσελίδες (όχι)

 

Κρίσιμες διατάξεις: Π.δ. 131/2003, Άρθρα 13, 14· Ν. 2121/1993, άρθρο 64Α ·Σύνταγμα της Ελλάδος, άρθρο 5 α παρ. 2.

 

 

Γεγονότα:

Μεγάλος αριθμός μουσικών, οπτικοακουστικών έργων και έργων λόγου αποτελούν αντικείμενο παράνομης εκμετάλλευσης μέσω αναπαραγωγής, εγγραφής, και παρουσίασης στο κοινό σε διαδικτυακά fora, όπως το www.activeloads.com και διαδικτυακούς τόπους ανταλλαγής αρχείων (p2p) όπως ιδίως το www.piratebay.se ή μέσω χρήσης υπερσυνδέσμων οι οποίοι ανακατευθύνουν σε ιστοσελίδες τρίτων ιστοτόπων. Οι ΟΣΔ Grammo, Αθηνά, ΟΣΔΕΛ, ΑΕΠΙ, ΕΠΟE, ως εκπρόσωποι των μελών τους κατέθεσαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον των παρόχων πρόσβασης στο διαδίκτυο ζητώντας να καταστεί αδύνατη η πρόσβαση για τους συνδρομητές τους στις εν λόγω ιστοσελίδες, κάνοντας χρήση του άρθρου 64Α Ν. 2121/1993. Το δικαστήριο έκρινε και αποφάσισε ως εξής:

Η απόφαση:

«Το σημαντικότερο πρόβλημα δημιουργείται από την ανταλλαγή αρχείων μέσω δικτύων ομότιμων κόμβων [peer-to-peer networks], διαδικασία με την οποία καθίστανται διαθέσιμα σε κάθε χρήστη του διαδικτύου, ανά τον κόσμο, ψηφιακά αρχεία μουσικής, ταινιών, προγραμμάτων η/υ κ. ά. Ασφαλώς η τεχνολογία ανταλλαγής ή διαμοιρασμού αρχείων (file sharing) σε δίκτυα ομότιμων κόμβων (peer-to-peer networks) είναι εξαιρετικά καινοτόμος και χρήσιμη τεχνολογία, καθώς επιτρέπει την επικοινωνία ανεξάρτητων υπολογιστών χωρίς την ύπαρξη ενός κεντρικού κόμβου, καθιστώντας έτσι τον απλό χρήστη του διαδικτύου και διανομέα της πληροφορίας. Θα πρέπει δε να καταστεί σαφές ότι τα δίκτυα ομότιμων κόμβων δεν δημιουργήθηκαν ούτε και η λειτουργία τους καθ’ εαυτή αποσκοπεί στην παραβίαση του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας [...] Ειδικότερα, τα σύγχρονα δίκτυα ομότιμων κόμβων χρησιμοποιούν το πρωτόκολλο BitTorrent, μέσω του οποίου γίνεται δυνατός ο διαμοιρασμός μεγάλου όγκου δεδομένων.

[...][Η] ανταλλαγή αρχείων μουσικών ή οπτικοακουστικών έργων δεν εμπίπτει στην εν λόγω εξαίρεση (άρθρο 18 ν. 2121/1993), κατά πρώτον, διότι στη διαδικασία αυτή εμπλέκεται μεγάλος αριθμός προσώπων/χρηστών του διαδικτύου που δεν συνδέονται μεταξύ τους με στενούς οικογενειακούς ή φιλικούς δεσμούς και, κατά δεύτερον, διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του τεστ των τριών σταδίων (άρθρο 28 Γ ν. 2121/1993) καθ’ όσον η ελευθερία αναπαραγωγής εμποδίζει την κανονική εκμετάλλευση του έργου και θίγει αδικαιολόγητα τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.

[...] Οι χρήστες μιας υπηρεσίας ανταλλαγής αρχείων αναγνωρίζονται μεταξύ τους μέσω του σχετικού προγράμματος που χρησιμοποιούν (bittorent, eDonkey, κλπ) και καθιστούν διαθέσιμα στους υπόλοιπους χρήστες της υπηρεσίας τα αρχεία που έχουν αποθηκεύσει στο σκληρό τους δίσκο. Προηγουμένως οι χρήστες αυτοί έχουν αποκτήσει μία διεύθυνση IP μέσω του παρόχου υπηρεσιών διαδικτύου (ISP) που τους εξυπηρετεί προκειμένου να συνδεθούν στο διαδίκτυο. [...]

[Η] διεύθυνση IP αποτελεί τη μοναδική ένδειξη που μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη της ταυτότητας του προσβολέα καθώς περιορίζει σημαντικά το πεδίο αναζήτησης του δράστη. Μπορεί να μην ταυτίζεται με την ταυτότητα ενός προσώπου, ταυτίζεται όμως υπό μία έννοια με τον αριθμό τηλεφώνου του. [...]

[...] Το ελληνικό δίκαιο προβλέπει τη ρύθμιση με βάση την οποία οι δικαιούχοι μπορούν να ζητήσουν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των διαμεσολαβητών οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιούνται από τρίτο για την προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων (άρθρο 64 Α που προστέθηκε στο ν. 2121/1993). [...] Σκοπός του νομοθέτη με τη ρύθμιση αυτή ήταν η αντιμετώπιση της προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στα ψηφιακά έργα, ιδίως για τα έργα εκείνα που διακινούνται μέσω διαδικτύου. Σύμφωνα με το άρθρο 64Α, οι δικαιούχοι μπορούν να ζητήσουν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των «διαμεσολαβητών», οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιούνται από τρίτο για την προσβολή του δικαιώματος ή του suigeneris δικαιώματος του κατασκευαστή βάσης δεδομένων. [...] Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές οι δικαιούχοι μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των φορέων παροχής υπηρεσιών, έτσι ώστε να λάβουν κατάλληλα, αναλογικά και πρόσφορα τεχνολογικά ή άλλα μέτρα για να καταστεί αδύνατη η πρόσβαση σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα της οποίας οι διαχειριστές διαθέτουν παράνομα στο κοινό πνευματικά έργα χωρίς την άδεια των δικαιούχων.

[...] «Οι μεσάζοντες παροχής υπηρεσιών Internet διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη λειτουργία του γιατί η δράση τους είναι απαραίτητη για την παρουσίαση και διάδοση των πληροφοριών στο internet. Ο δε συνταγματικός νομοθέτης, τους επεφύλαξε ειδική μεταχείριση, αφού το άρθρο 5Α του Συντάγματος προβλέπει ρητά την ελευθερία συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, κατοχυρώνοντας παράλληλα υποχρέωση του κράτους περί διευκόλυνσης της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους.

[...] Τόσο δε ο τηλεπικοινωνιακός οργανισμός όσο και ο πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου, συνιστούν απλώς παθητικούς μεταδότες των πληροφοριών, επομένως δεν υπέχουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενο αυτών των πληροφοριών. Εξίσου προβληματική και δυσχερής είναι όμως η απόπειρα καταλογισμού ευθύνης στους παρόχους ακόμα και σε περιπτώσεις όπου έχουν δυνατότητα επέμβασης, έστω και περιορισμένη, στις πληροφορίες που διακινούν. Τούτο διότι για να επέμβουν πρέπει κατ’ αρχάς να λάβουν γνώση της υπάρξεως παράνομου υλικού και για να λάβουν γνώση θα πρέπει να ελέγχουν τις πληροφορίες που διακινούν. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να υποστηριχτεί βάσιμα η επιβολή στους παρόχους υποχρέωσης ελέγχου του συνόλου των πληροφοριών που διακινούν ή ακόμα και αυτών που φιλοξενούν, των οποίων ο έλεγχος εκ πρώτης όψεως, ενδεχομένως φαντάζει πιο εύκολος. Η υποχρέωση αυτή, πέραν του ότι θα τους επιβάρυνε με ένα πρόσθετο τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι και πρακτικώς αδύνατο να εκπληρωθεί, δεδομένου του όγκου των πληροφοριών που διαχειρίζεται ένας πάροχος. Περαιτέρω, εάν εναποτίθετο το βάρος αυτό στους παρόχους θα περιοριζόταν σημαντικά η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών στο internet, το οποίο θεωρείται το πλέον αδέσμευτο και πιο εξελιγμένο παγκόσμιο επικοινωνιακό μέσο. [...]

[...] Αυτό που συνάγεται αβίαστα από τη νομολογία του ΔΕΕ είναι ότι τα διάφορα μέτρα που λαμβάνονται για την ενδυνάμωση της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι πάντα υπό τη στάθμιση των άλλων προστατευόμενων από το ευρωπαϊκό δίκαιο θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας. [...] [Ε]φόσον η καταδίκη των χρηστών για προσβολές δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω του διαδικτύου προϋποθέτει για την ανίχνευση των παράνομων πράξεων τον εντοπισμό της διαδικτυακής του διεύθυνσης (IP) και εν συνεχεία την αποκάλυψη της ταυτότητας των χρηστών μέσω των αρχείων του παρόδου πρόσβασης, η διαδικασία αυτή της ταυτοποίησης θέτει θέματα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων και επέμβασης στην ιδιωτική σφαίρα τα οποία πρέπει να επιλύονται με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ αναγνωρίζεται ως μια από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. [...] Στην ελληνική έννομη τάξη στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. 4ο του Συντάγματος [...] τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Στην πράξη η αρχή της αναλογικότητας λειτουργεί ως μεθοδολογικό εργαλείο με το οποίο επιτυγχάνεται ο κλιμακωτός έλεγχος των προϋποθέσεων του περιορισμού ενός ατομικού δικαιώματος υπέρ ενός άλλου. [...]

[Ο] νόμιμος λόγος απαλλαγής (των παρόχων πρόσβασης) αφορά κάθε ευθύνη για συμπεριφορά που υπάγεται σε οποιαδήποτε απαγορευτική διάταξη νόμου, ανεξαρτήτως αν αυτή υπάγεται στο ποινικό ή το αστικό δίκαιο, το δίκαιο ανταγωνισμού ή το δίκαιο της πνευματικής ή/και βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Η ιδιότυπη όμως αυτή «ασυλία» των φορέων παροχής πρόσβασης δεν είναι απόλυτη, καθώς ρητώς προβλέπεται ότι είναι δυνατή σε αυτούς η επιβολή με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη για την παύση ή την πρόληψη τυχόν παραβάσεων σε σχέση με τη διαδικτυακά διακινούμενη πληροφορία. Τέτοια παύση δια της δικαστικής ή της διοικητικής οδού συγκεκριμένων και ειδικώς ορισμένων παραβάσεων αποτελεί σε σχέση με τους παρόχους πρόσβασης η απομάκρυνση παράνομων πληροφοριών, τις οποίες φιλοξενούν στα δίκτυά τους ή η απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτές, εφόσον φιλοξενούνται σε άλλα δίκτυα. [...] Η έννοια της πρόληψης παραπέμπει εννοιολογικά στην εφαρμογή τεχνολογικών μέτρων σχετικά με την αποτροπή παράνομων δραστηριοτήτων, όπως λόγου χάρη τεχνολογιών «φιλτραρίσματος» της διαμετακομιζόμενης πληροφορίας για την αποτροπή παραβιάσεων του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας. Εντούτοις, η ρύθμιση του άρθρου 14 του π.δ/τος 131/2003 αποκλείει την, είτε με εθνικό νόμο είτε με δικαστική απόφαση ή διοικητική πράξη, επιβολή υποχρεώσεως προς τους παρόχους πρόσβασης για τη γενικευμένη εφαρμογή τέτοιων τεχνολογιών «φιλτραρίσματος». Μία τέτοια άλλωστε υποχρέωση θα ήταν ασύμβατη με βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης αλλά και το δικαίωμα πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας, που θεμελιώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του ανθρώπου και αναγνωρίζονται ως αναπόσπαστο κομμάτι του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου. [...] Η θέση των παρόχων πρόσβασης στη λειτουργία του διαδικτύου είναι κεντρική, καθώς οι φορείς αυτοί εξασφαλίζουν τεχνικά την πρόσβαση των τελικών χρηστών στο διαδικτυακό περιβάλλον και αναλαμβάνουν τη διαμετακομιδή των ψηφιοποιημένων δεδομένων από και προς αυτούς. Ουσιαστικά οι πάροχοι πρόσβασης παρέχουν μία κοινωφελή υπηρεσία ιδιαίτερης σπουδαιότητας τόσο για τα μεμονωμένα άτομα όσο και ευρύτερα για το κοινωνικό σύνολο, η παροχή της οποίας κρίνεται απαραίτητη όχι μόνο για την κάλυψη ατομικών αναγκών αλλά και για την κοινωνική πρόοδο.

[…] Τεχνολογικές παρεμβάσεις στην κοινωνία της πληροφορίας, με τις οποίες πάροχοι πρόσβασης διακόπτουν ή υποβαθμίζουν σημαντικά την παροχή υπηρεσιών μέσω των δικτύων τους […] ασχέτως του αν ανάγονται σε ιδιωτική πρωτοβουλία των παρόχων πρόσβασης ή ασκούνται κατ’ εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων ή νομοθετικών διατάξεων, θα πρέπει να κρίνονται συλλήβδην ως ασύμβατες με την ελληνική έννομη τάξη, καθώς αντίκεινται στο άρθρο 5 α παρ. 2, που θεμελιώνει το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας […] Το συνταγματικό αυτό δικαίωμα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την αξίωση πρόσβασης στην υλικοτεχνική υποδομή της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία αξίωση στις σχέσεις παρόχων χρηστών έχει οριζόντιο αποτέλεσμα και συνεπώς αναπτύσσει άμεση τριτενέργεια και μπορεί να γίνει αντικείμενο απευθείας επίκλησης από τους χρήστες χωρίς περαιτέρω νομοθετική εξειδίκευση. Στοιχείο της υλικοτεχνικής υποδομής της κοινωνίας της πληροφορίας είναι συνεπώς και οι (προαναφερόμενες) τεχνολογίες p2p, οι οπoίες συνιστούν ιδιαίτερα πρωτόκολλα επικοινωνίας του διαδικτύου (TCP/IP). Οι τεχνολογίες δε αυτές αποτελούν τον πιο εξελιγμένο αυτή τη στιγμή τρόπο για τη διαμετακομιδή πληροφορίας εντός του διαδικτύου και χρησιμοποιούνται μεταξύ άλλων και για απολύτως νόμιμες χρήσεις (ενδεικτικές νόμιμες χρήσεις είναι η μέσω του p2p διακίνηση ελεύθερου λογισμικού, μη προστατευόμενων έργων λόγου, όπως η Βίβλος, ή μουσικής, όπως εκτελέσεις κλασσικής ή δημοτικής μουσικής, που έχουν καταστεί πλέον κοινόχρηστες, έργων που καλύπτονται από άδειες χρήσης CreativeCommons κτλ. […] Συνεπώς η υποβάθμιση ή διακοπή πρόσβασης στις εν λόγω υπηρεσίες με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστολή και τέτοιων απολύτως νόμιμων χρήσεων και επομένως την ανεπίτρεπτη περιστολή του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας και των λοιπών ελευθεριών στα πλαίσια του πληροφοριακού Συντάγματος. Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να κριθούν και περιπτώσεις γενικής διακοπής πρόσβασης προς ολόκληρους ιστότοπους με την αιτιολογία της προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ανεξαρτήτως του αν τελούνται κατόπιν διοικητικής πράξης ή δικαστικής απόφασης. […] [Η] γενική διακοπή πρόσβασης προς ιστοτόπους από τους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο θα πρέπει να κριθεί ως ασύμβατη με την ελληνική έννομη τάξη, καθώς δεν τελεί σε πρόδηλη λογική συνάφεια με τον σκοπό του περιορισμού των ανωτέρω θεμελιωδών δικαιωμάτων, ήτοι με τον απολύτως θεμιτό σκοπό προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ δεν δύναται να πληροί τις προϋποθέσεις της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. [...]

[Ο]ι καθ’ ων εταιρείες, με την ιδιότητά τους ως φορέων παροχής υπηρεσιών σύνδεσης (access providers) και μέσων πλοήγησης στο διαδίκτυο, δεν διαδραματίζουν ενεργό ρόλο ούτε στην προέλευση (με την έννοια της απόφασης για την μετάδοση), ούτε στον προορισμό (με την έννοια ότι δεν επιλέγουν οι ίδιες τους τελικούς αποδέκτες της μετάδοσης), αλλά ούτε και στο περιεχόμενο αυτό καθεαυτό των πληροφοριών (εφόσον περιορίζονται απλώς στην αναμετάδοση), ενώ δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στην αιτιολογική σκέψη 44 της Οδηγίας 2000/31 περιπτώσεις της (α) καταστρατήγησης και (β) της τυχόν ύποπτης συνεργασίας τους με χρήστες (αποδέκτες) για την διάπραξη παράνομων πράξεων καθ’ υπέρβαση της απλής μετάδοσης και ως εκ τούτου δεν υπέχουν ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 11 του π. δ/τος 131/2003. Εξομοιούμενες οι καθ’ ών εταιρείες, ως προς τις προϋποθέσεις αποκλεισμού από την ευθύνη τους με τους hostingserviceproviders απαλλάσσονται επίσης αυτής, λόγω της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 13 του π. δ/τος 131/2003 και ειδικότερα λόγω της έλλειψης πραγματικής γνώσης της παράνομης δραστηριότητας ή της αποθηκευμένης πληροφορίας, για την στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται τουλάχιστον άμεσος δόλος β΄ βαθμού και δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος, δεδομένου ότι τα σχετικώς αναφερόμενα στις αιτήσεις (περί ενημέρωσης των καθ’ ων από πλευράς των αιτούντων) δεν καλύπτουν την απαιτούμενη εμπεριστατωμένη γνώση της παρανομίας της ίδιας της δραστηριότητας των διαχειριστών των επίμαχων ιστοσελίδων, αλλά μέρους του περιεχομένου των αποθηκευόμενων πληροφοριών τους, που κατά τα λοιπά φέρεται ως νόμιμο. Σε καμία δε περίπτωση δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη τους από αμέλεια, σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρο 14 παρ. 1 του π.δ/τος 131/2003, ενώ η απαλλαγή τους αφορά κάθε ευθύνη για συμπεριφορά που υπάγεται σε οποιαδήποτε ούτε έχει τελεστεί κάποιο ποινικό αδίκημα. Παρά ταύτα, όμως, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 45 της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «οι εκ της παρούσας οδηγίας περιορισμοί της ευθύνης των ενδιάμεσων φορέων παροχής υπηρεσιών δεν θίγουν τη δυνατότητα επιβολής μέτρων ποικίλης φύσεως που μπορούν να συνίστανται ιδίως σε αποφάσεις δικαστηρίων ή διοικητικών αρχών, οι οποίες διατάσσουν την παύση ή πρόληψη τυχόν παραβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσης παράνομων πληροφοριών ή της απενεργοποίησης της πρόσβασης σ’ αυτές.» Εντούτοις, καίτοι τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα αφορούν την επιβολή υποχρέωσης προς τους παρόχους πρόσβασης καταστολής και πρόληψης συγκεκριμένων παραβάσεων, που τελούνται στις διαλαμβανόμενες στις κρινόμενες αιτήσεις ιστοσελίδες, αυτά (αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα) προσκρούουν στο άρθρο 14 του π. δ/τος 131/2003. Και αυτό, γιατί ενόψει του ότι βάσει των εκτιθέμενων στις ένδικες αιτήσεις, στις επίμαχες ιστοσελίδες δεν βρίσκονται αποθηκευμένα τα ίδια τα προστατευόμενα έργα των μελών των αιτούντων νομικών προσώπων, αλλά είτε λειτουργούν forum, όπου συμμετέχουν εγγεγραμμένα μέλη (συνδρομητές των καθ’ ων), είτε χρησιμοποιούνται από τα τελευταία διαδικασίες p2p, είτε αυτά δημιουργούν υπερσυνδέσμους, οι οποίοι ανακατευθύνουν σε ιστοσελίδες τρίτων ιστοτόπων – www.rapidshare.com, www.filefactory.com, www.megaupload.com- οι αιτούμενες ρυθμιστικές επεμβάσεις δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να περιοριστούν μόνο στα συγκεκριμένο, φερόμενο ως παράνομο περιεχόμενο ή δραστηριότητα των ανωτέρω ιστοσελίδων, αλλά θα επεκταθούν, αναγκαίως, σε ενεργή αναζήτηση κάθε άλλης παράβασης, που, είτε συνδέεται, είτε είναι ουσιωδώς παρεμφερής με την αρχική, με αποτέλεσμα οι καθ’ ων εταιρείες, ως ενδιάμεσοι, να καταλήγουν να φέρουν το βάρος της γενικευμένης, εν τέλει, παρακολούθησης όλων των μεταδιδόμενων πληροφοριών και να πραγματοποιούν παράλληλα προληπτικό έλεγχο αυτών (των μεταδιδόμενων πληροφοριών), αφού άλλος τρόπος ελέγχου τους δεν υπάρχει. Οι δε προτεινόμενες διαδικασίες και τεχνολογίες, οι οποίες λειτουργούν με αυτοματοποιημένο τρόπο και στο σύνολο των διακινούμενων πληροφοριών, δεν μπορούν αντικειμενικώς να εκτελούν ορθές διακρίσεις μεταξύ νόμιμων και παράνομων χρήσεων των προστατευόμενων πνευματικών έργων. [Ε]ίναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η εφαρμογή αυτοματοποιημένου «φιλτραρίσματος» στο επίπεδο των παρόχων πρόσβασης στο διαδίκτυο δεν θα μπλοκάρει και απολύτως νόμιμες δραστηριότητες. Τα αιτούμενα δε ασφαλιστικά μέτρα, ως μέτρα επιβολής και προάσπισης των παραβιαζόμενων δικαιωμάτων των δικαιούχων και μελών των αιτούντων νομικών προσώπων (που αφορούν όλο και λιγότερο τους ίδιους τους δημιουργούς και περισσότερο τα συμφέροντα των ίδιων των εταιρειών της πολιτιστικής βιομηχανίας) στο σύνολό τους, συνιστούν περιορισμούς των κατωτέρω αναφερομένων δικαιωμάτων, οι οποίοι, όμως δεν είναι συμβατοί όμως, δεν είναι συμβατοί με την αρχή της αναλογικότητας και με το απαραβίαστο: (α) της ελευθερίας της πληροφόρησης (άρθρο 5 α παρ. 1 Σ), (β) του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας (άρθρο 5 α παρ. 2 Σ), ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την ισότιμη συμμετοχή των ατόμων στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή καθώς και για την με ουσιαστικό τρόπο ενάσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, (γ) του δικαιώματος προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 α Σ), (δ) του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας (άρθρο 19 Σ), δεδομένου ότι μέσω αυτών καταστέλλονται, αδιακρίτως, όχι μόνον παράνομες αλλά και νόμιμες πράξεις και ως εκ τούτου συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στις τελευταίες, που ενώ δε σχετίζονται με τη διακίνηση έργων (προστατευόμενων και μη), καταλήγουν να υποβαθμίζονται, και δεν πληρούν (τα αιτούμενα μέτρα) τα ειδικότερα κριτήρια της αναγκαιότητας και της καταλληλότητας για την έστω και εν μέρει επίτευξη του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού. Αυτό καθίσταται σαφές από τη στιγμή που όπως αναφέρεται οι συγκεκριμένες, ανωτέρω παρατιθέμενες, από τις επίμαχες ιστοσελίδες, λειτουργούν ήδη με άλλη IP. Επιπλέον, τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα αντιβαίνουν στο άρθρο 15 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, παραβιάζοντας το δικαίωμα των καθ’ ων παρόχων στην επιχειρηματικότητα, αλλά και στην βασική αρχή της διαδικτυακής ουδετερότητας, που προβλέπει ότι όλες οι πληροφορίες πρέπει να διακινούνται χωρίς διάκριση, ανεξάρτητα της φύσης και του σκοπού τους από τους παρόχους σύνδεσης. Το κόστος δε που τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα συνεπάγεται για τα έννομα συμφέροντα των τελικών χρηστών και συνδρομητών των καθ’ ων, είναι δυσανάλογο με την επιδιωκόμενη (και αμφισβητούμενη) από πλευράς των μελών των αιτούντων νομικών προσώπων ωφέλεια, ενόψει του σοβαρού περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων των πρώτων και των γενικότερων συνεπειών που έχουν οι αιτούμενες ρυθμιστικές επεμβάσεις στην εξέλιξη της κοινωνίας της πληροφορίας σε συνθήκες ελευθερίας και δικαιοσύνης.

[...]

Για τους λόγους αυτούς

[...]

Απορρίπτει τις αιτήσεις και τις ασκηθείσες προσεπικλήσεις.

[...]»

 

Δείτε περισσότερα:

Απόφαση ΜονΠρωτΑθ. 4658/2012 (μετάφραση στα αγγλικά από τον Θ. Χίου στο περιοδικό IIC, Ιούνιος 2013, Volume 44, Issue 4, σελ. 468-471)

Περίληψη της Απόφασης ΜονΠρωτΑθ. 10452/2015

Αναλογικότητα σε έναν ψηφιακό κόσμο: Η Ελληνική νομολογία ασφαλιστικών μέτρων κατά παροχών πρόσβασης για προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδίκτυο