ΜονΠρωτΑθ (ασφαλιστικά μέτρα) 1208/2015: Παναθηναϊκές Εκδόσεις vs. Αθηναϊκή Ζυθοποιία

 

Από τη σύγκριση των σημάτων της εφημερίδας που εκδίδει η αιτούσα και της ένδειξης «ΠΡΑΣΙΝΗ» που χρησιμοποιεί η καθ’ ης επί της ετικέτας ενός εκ των προϊόντων της (μπύρα) πιθανολογήθηκε ότι πρόκειται για εντελώς διαφορετικές παραστάσεις χωρίς οπτική ομοιότητα, των οποίων η συνύπαρξη δεν δύναται να προκαλέσει σύγχυση στο μέσο καταναλωτή, διότι αναφέρονται σε δύο εντελώς διαφορετικά προϊόντα, τα οποία απευθύνονται σε διαφορετικό κύκλο καταναλωτών, ενώ περαιτέρω δεν πιθανολογήθηκε αθέμιτη συμπεριφορά εκ μέρους της καθ’ ης, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι η ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ» έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του μέσου Έλληνα καταναλωτή με το επίμαχο προϊόν της καθ’ ης πολλά έτη πριν την κατοχύρωση των σημάτων της αιτούσας.

πρασινη πρασινη

Λέξεις-κλειδιά: Σήμα-Διακριτικό γνώρισμα-ένδειξη σε ετικέτα προϊόντος-χρονική προτεραιότητα-κίνδυνος σύγχυσης καταναλωτικού κοινού-αθέμιτος ανταγωνισμός-χρήση διακριτικού γνωρίσματος

Κρίσιμες Διατάξεις: N. 4072/2012, άρ. 121, 122, 124, 125, 147, 150, 153∙ Ν. 146/1914, άρ. 1, 13 παρ. 1 και 4., 14, 20 παρ. 1, 22.

Η σύνταξη του iprights.gr ευχαριστεί θερμά το δικηγορικό γραφείο ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΕΛΕΝΗ- ΦΙΛΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ και τη δικηγόρο Ελένη Κοκκίνη για την αποστολή της απόφασης.

 

Γεγονότα:

Η καθ’ ης, στα πλαίσια διαφημιστικής καμπάνιας μίας μπύρας που εμπορεύεται, αποφάσισε το καλοκαίρι του 2014 να περιλάβει στην ετικέτα της φιάλης του προϊόντος την ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ», η οποία έχει συνδεθεί στη συνείδηση του μέσου καταναλωτή με το εν λόγω προϊόν εδώ και πολλές δεκαετίες. Η αιτούσα εκδίδει από το 2007 μεταξύ άλλων την αθλητική εφημερίδα «ΠΡΑΣΙΝΗ εφημερίδα» και είναι δικαιούχος του αντίστοιχου σήματος. Η εν λόγω εφημερίδα προωθείται και έχει καθιερωθεί στην ελληνική αγορά υπό το διακριτικό γνώρισμα «ΠΡΑΣΙΝΗ». Η αιτούσα, κρίνοντας ότι η συνύπαρξη των σημάτων και διακριτικών της γνωρισμάτων με την ένδειξη της καθ’ ης δημιουργεί κίνδυνο σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό και αποδίδοντας αθέμιτη συμπεριφορά στην καθ’ ης, κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την παράλειψη χρήσης της ένδειξης «ΠΡΑΣΙΝΗ» από την καθ’ ης ως διακριτικού γνωρίσματος της μπύρας που εμπορεύεται.

Το Δικαστήριο αποφάσισε ως εξής:

 

 

Η απόφαση:

«ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Δέσποινα Ρασιδάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 31η Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση με αντικείμενο προσωρινή ρύθμιση κατάστασης.

ΑΙΤΟΥΣΑ: Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και με διακριτικό τίτλο ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εδρεύει στο 14ο χλμ. Ε.Ο. Αθηνών-Λαμίας και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της Δ. Σ., (Δ.Σ.Α.Α.Μ. 1****)

ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΖΥΘΟΠΟΙΪΑ Α.Ε. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΥΘΟΥ», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εδρεύει στην Αθήνα επί της Λεωφόρου Κηφισού 107 και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Θ. Γ. (Δ.Σ.Α.Α.Μ. 5***)

Η αιτούσα ζητεί [να] γίνει δεκτή η από 06-08-2014 και με αριθμό κατάθεσης 94396/10527/2014 αίτησή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για δικάσιμο της 24ης Σεπτεμβρίου 2014 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 121, 122, 125 και 147 του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86/11-4-2012), προκύπτει ότι η προστασία του σήματος, δηλαδή κάθε σημείου επιδεκτικού γραφικής παραστάσεως, συμπεριλαμβανομένων και των γραμμάτων, που είναι ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων (ΕφΑθ 7460/1999 ΔΕΕ 2000.156), προϋποθέτει καταχώριση του στο μητρώο σημάτων του άρθρου 147 του ίδιου νόμου. Περαιτέρω, από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 150 και 153 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι εκείνος που κατέθεσε νομίμως σήμα δικαιούται και συνακόλουθα νομιμοποιείται ενεργητικώς ως δικαιούχος του σήματος και μέχρι τη νόμιμη διαγραφή του, να ζητήσει από κάθε τρίτο, που χρησιμοποιεί κατά τις συναλλαγές και σε ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες αυτούσιο το σήμα αυτό, ή κατά παραποίηση ή απομίμηση του, να άρει την προσβολή και να τη παραλείψει στο μέλλον, καθώς και να καταβάλλει αποζημίωση. Επιπρόσθετα δε, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και, ειδικότερα, μπορεί να ζητήσει τη συντηρητική κατάσχεση ή την προσωρινή απόδοση των εμπορευμάτων με το προσβάλλον διακριτικό γνώρισμα, προκειμένου να εμποδιστεί η είσοδος ή η κυκλοφορία τους στο δίκτυο εμπορικής διανομής. Κατά ταύτα, για την ύπαρξη προσβολής του δικαιώματος επί του σήματος από τη χρήση του υπό τρίτου κατά παραποίηση και, συνακόλουθα, για την παροχή στο δικαιούχο της ως άνω προστασίας, πρέπει τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του δικαιούχου και του τρίτου, για τη διάκριση των οποίων χρησιμοποιείται από αυτούς το σήμα, να είναι ίδια ή παρόμοια (βλ. σχετ. υπό τον προϊσχύσαντα νόμο 2239/1994: ΑΠ 1131/1995 ΕλλΔνη 37.1605, ΑΠ 310/1990 ΕλλΔνη 32.72, ΕφΑθ 7460/1999 ΔΕΕ 2000.156, ΕφΘεσ 3916/1996, ΕλλΔνη 39.669). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 125§3 περ. γ’ και 153 του ως άνω νόμου, προκύπτει ότι, όταν πρόκειται για σήμα φήμης στην Ελλάδα, ο τρίτος δεν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί αυτό (το σήμα φήμης) ιδίως με τη μορφή επωνυμίας ή διακριτικού γνωρίσματος της δικής του επιχειρήσεως, έστω και αν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του δεν ομοιάζουν με εκείνα, για τα οποία έχει καταχωριστεί (ΑΠ 1483/2004 ΕλλΔνη 46.831), εφόσον η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος θα προσπόριζε σ’ αυτόν, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού. Η διεύρυνση αυτή της προστασίας του σήματος φήμης, πέραν των όμοιων ή παρόμοιων προϊόντων, δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας του έντονου διακριτικού του χαρακτήρα ή τη φήμη του, για να υπάρχει δε σήμα φήμης και συνακόλουθα ανάγκη διευρυμένης προστασίας, πρέπει να συντρέχουν και δη σωρευτικά οι προϋποθέσεις: α) αυξημένος βαθμός καθιερώσεως του στις σχετικές συναλλαγές, β) μοναδικότητα του σήματος, με την έννοια ότι δεν έχει φθαρεί, χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους σε ανόμοια προϊόντα, γ) να εμφανίζει ορισμένο βαθμό ιδιοτυπίας, π.χ. στην εμφάνιση του ή στην εκφραστική του δύναμη, δ) να υπάρχει μία θετική εκτίμηση του κοινού (παραστάσεις ποιότητας) σχετικά με τα προϊόντα που διακρίνει (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 3798/2005 ΕλλΔνη 47.300, ΕφΑΘ 8142/2004 ΔΕΕ 2005/296, ΕφΑΘ 886/2004 ΕλλΔνη 46/593, ΕφΠατρ 1058/1998 ΔΕΕ 1999.860, ΕφΑΘ 6414/1996 ΕΕμπΔ 1997.109, ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, Έκδ. Β’, παρ. 479, σελ. 398-399, ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, Έκδ. 5η, σελ. 331-332 και 336), (ε) το καλυπτόμενο από το σήμα μερίδιο αγοράς, (στ) η χρονική διάρκεια της χρησιμοποίησης του, (ζ) το μέγεθος των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση για την προβολή του, και (η) η γεωγραφική έκταση, εντός της οποίας το σήμα χαίρει φήμης (βλ. και ΔΕΚ Υπόθ. G.375/97). Εάν πρόκειται περί σήματος φήμης η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος είναι απαγορευμένη, εάν θα προσπόριζε στον χρήστη αυτού χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος. Επί ενός τέτοιου σήματος δεν είναι απαραίτητο να δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης. Αρκεί ότι η χρήση του θα βλάψει τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος φήμης ή θα προσπορίσει χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος στον μεταγενέστερο μη δικαιούχο. Ειδικότερα, ενόψει της ως άνω διευρυμένης νομικής προστασίας του σήματος φήμης, η προστασία του έναντι του κινδύνου της υπόσκαψης δεν συναρτάται οπωσδήποτε από τη διαπίστωση τέτοιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του φημισμένου σήματος και του υπό του μη δικαιούχου χρησιμοποιημένου σημείου, ώστε να υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης τους από το ενδιαφερόμενο κοινό. Αρκεί η ύπαρξη για την προστασία του σήματος φήμης κάποιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των δύο σημάτων, ώστε να είναι δυνατή υπό του καταναλωτικού κοινού συνειρμική διασύνδεση του υπό του μη σηματούχου χρησιμοποιούμενου σημείου και του σήματος φήμης. Αθέμιτο δε όφελος προσπορίζεται ο τρίτος, όταν, χρησιμοποιώντας το ξένο σήμα φήμης, μεταφέρει στα προϊόντα που παράγει ή εμπορεύματα ή υπηρεσίες που προσφέρει την καλή εντύπωση που έχουν για το σήμα οι συναλλαγές, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ο δικαιούχος του σήματος φήμης βρίσκεται σε οικονομικό και εν γένει οργανωτικό δεσμό με τον τρίτο ή ότι επεξέτεινε τη δραστηριότητα του και στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του τρίτου και εφόσον αυτός ο (τρίτος) καρπώνεται χωρίς αντάλλαγμα την προσπάθεια του σηματούχου να καθιερώσει το σήμα του στην αγορά. Βλάβη του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος φήμης επέρχεται, κυρίως, όταν αυτό χάνει την ελκτική του δύναμη. Το τελευταίο επέρχεται ακόμη και όταν το διακριτικό γνώρισμα του τρίτου χρησιμοποιείται σε ανόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες. Τούτο δε γιατί η ανωτέρω μνεία έχει ως σκοπό μόνο να υπογραμμίσει ότι οι κανόνες αυτοί έχουν εφαρμογή και όταν δεν είναι παρόμοια τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες (βλ. ΑΠ 1030/2008 ό.π., ΕφΠειρ 478/2008 ΔΕΕ 2008, 1371, ΕφΑΘ 6762/2007 ΕΕμπΔ 2008. 136, ΕφΑΘ 4008/2006 ΔΕΕ 2007. 183, ΕφΑΘ 3798/2005 ΕλλΔνη 2006. 300). Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» απαγορεύεται στις εμπορικές και βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού, εφόσον αντίκειται στα χρηστά ήθη, κατά δε το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του ίδιου νόμου, όποιος στις συναλλαγές κάνει χρήση κάποιου ονόματος, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου με τρόπου που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία ή το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα τα οποία άλλος χρησιμοποιεί νομίμως μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη της χρήσεως και αποζημίωση (βλ. ΑΠ 330/2007 ΕΕμπΔ 2007.425). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει: 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς σκοπό ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται και δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει. Κίνδυνος δε σύγχυσης υπάρχει όταν λόγω της ομοιότητας των διακριτικών γνωρισμάτων ο μέσος καταναλωτής μπορεί να παραπλανηθεί σχετικά με την προέλευση του προϊόντος που το αποδίδει σε άλλη επιχείρηση από εκείνη που πραγματικά το παράγει και το κυκλοφορεί (βλ. ΑΠ 1123/2002 ΕλλΔνη 2004. 98, ΑΠ 1780/1999 ΕΕμπΔ 2000. 804, ΑΠ 751/1995, ΔΕΕ 1996. 255, ΕφΘεσ 1505/2004 ΔΕΕ 2004/ 1270). Με βάση την παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 του ν. 146/1914 προστατεύεται επικουρικά, εφόσον δεν είναι επαρκής στη συγκεκριμένη περίπτωση η προστασία από τον ν. 4072/2012 και το σήμα που έχει νόμιμα κατατεθεί, απαιτείται όμως στην περίπτωση αυτή η συνδρομή και των δύο προϋποθέσεων της εν λόγω διατάξεως, δηλαδή, ο σκοπός ανταγωνισμού και η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη (βλ. ΠολΠρΑΘ 6989/2003 ΔΕΕ 2004.653, ΜονΠρθεσ 22972/2008 ό.π., ΜονΠρΘεσ 21907/2004 ό.π., ΜονΠρΑΘ 16353/1999 ΕΕμπΔ 1999. 813, ΜονΠρΠατρ 1455/1997 ΕΕμπΔ 1998. 151, Ν. Ρόκα Αθέμιτος Ανταγωνισμός [1971]. σελ. 158), αν δε το σήμα έχει επικρατήσει και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης και λόγω της χρησιμοποίησης του από άλλον υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης τότε το σήμα προστατεύεται και βάσει του άρθρου 13 ν. 146/1914 (βλ. ΕφΑθ 8142/2004 ΔΕΕ 2005.296). Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, είναι πιθανό να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, όσο αφορά είτε την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε την ταυτότητα της επιχείρησης, είτε την ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων, ενώ τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μίας επιχείρησης και την εκμετάλλευσης της καλής της φήμης από άλλη επιχείρηση (βλ. ΕφΑΘ 103/2009 ό.π., ΕφΑΘ 6762/2007 ό.π., ΕφΔωδ 11/2207 δημ. ΝΟΜΟΣ. ΠολΠρΑθ 2275/2007 ό.π., ΜονΠρΑμφ 286/2009 ΝοΒ 59. 974, ΜονΠρΑΘ 7032/2008 ΕλλΔνη 2009. 621, Ν. Ρόκα Αθέμιτος Ανταγωνισμός [1996]. Σελ. 338). Η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης αποτελεί κοινή προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων (βλ. ΑΠ 310/1990 ΕλλΔνη 1991. 72, ΑΠ 197/1989 ΕλλΔνη 1990. 1426, Εφθες 77/2007 ΕπισκΕμπΔ 2007. 504, ΕφΠειρ 291/2005 ΠειρΝΟμ 2005. 200, ΕφΑθ 6260/2002 ΕλλΔνη 2003. 803). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθου 1 του ν. 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ. 1 του νόμου αυτού, αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπου που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Χρήση που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση είναι και η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, το δε κίνδυνο σύγχυσης μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών που αποτελούν το γνώρισμα, εικόνων, ήχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων κ.λ.π. Σημασία έχει η γενική εντύπωση που δημιουργείται και ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές (βλ. ΕφΑΘ 103/2009 ό.π., ΕφΑΘ 5775/2005 ΔΕΕ 2006. 616, ΜονΠρΛαρ 891/2004 ΕπισκΕμποΔ 22004. 802, ΜονΠρΑΘ 9198/2003 ΕΕμπΔ 2004. 423, ΜονΠρΠατρ 868/2001 ΔΕΕ 2001. 711). Η ύπαρξη δε κινδύνου σύγχυσης δεν προϋποθέτει σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ομοιότητα των προϊόντων τους, αρκεί να υπάρχει κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων στους οποίους ανήκουν οι αντιμαχόμενες επιχειρήσεις. Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει σύγκρουση μεταξύ δύο διακριτικών γνωρισμάτων, ήτοι ενός σήματος αφενός και ενός διακριτικού γνωρίσματος αφετέρου, τότε ισχύει ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας, υπό την προφανή έννοια ότι το παλαιότερο κτηθέν διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του νεότερου (βλ. ΕφΠειρ 291/2005 ό.π., ΕφΑθ 4760/2001 ΔΕΕ 2001. 989, ΕφΑθ 3119/1995 ΕΕμπΔ 1995. 343, ΜονΠρΙωαν 54/2006 Αρμ 2006, 72).

Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα εταιρία με την υπό κρίση αίτηση, εκθέτει ότι συστήθηκε στις 07-02-2007 και είναι δικαιούχος των με αριθμούς 189305, 189306 και 189307 σημάτων «Η ΠΡΑΣΙΝΗ εφημερίδα της Δευτέρας», η ΠΡΑΣΙΝΗ εφημερίδα της Κυριακής» και η «ΠΡΑΣΙΝΗ εφημερίδα» προς διάκριση εντύπων, εφημερίδων, περιοδικών (κλάση 16). Ότι με την παρέλευση του χρόνου η αιτούσα κατέστη μία από τις μεγαλύτερες και πλέον εύρωστες οικονομικά επιχειρήσεις στον τομέα του γραπτού και του ηλεκτρονικού τύπου. Ότι η προώθηση των πάσης φύσεως εντύπων της πραγματοποιείται στην αγορά με την ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ», την οποία κατέθεσε και ως σήμα με αριθμό δηλώσεως 189307 και ότι τόσο το τελευταίο, όσο και τα άλλα δύο ανωτέρω σήματα είναι διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων της και έχει καθιερωθεί ευρύτατα στην Ελληνική αγορά σε σημείο που να προσελκύει εύκολα τον οποιονδήποτε καταναλωτή (αναγνώστη) κατώτερης, μέσης, ανώτερης μορφωτικής, κοινωνικής ή οικονομικής επιφάνειας στην αγορά των προϊόντων της. Ότι με το ανωτέρω διακριτικό γνώρισμα (ΠΡΑΣΙΝΗ) κυκλοφορεί τα προϊόντα της, όπως εφημερίδες, περιοδικά, φυλλάδια, επετειακές εκδόσεις από το έτος 2007, ώστε τούτο να έχει καταστεί σήμα φήμης. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι από τον Ιούνιο του έτους 2014 η καθ’ ης η αίτηση χρησιμοποιεί το σήμα «ΠΡΑΣΙΝΗ» σε μπουκάλι μπύρας και ότι η ένδειξη αυτή ταυτίζεται, οπτικά και ηχητικά με το διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων της αιτούσας και το σήμα «ΠΡΑΣΙΝΗ», ούτως ώστε να δημιουργείται αναπόφευκτος κίνδυνος συγχύσεως (παραπλανήσεως) στο καταναλωτικό κοινό εκ της συνυπάρξεως αυτών, καθώς τα υπό της ένδειξης «ΠΡΑΣΙΝΑ» διακρινόμενα προϊόντα της καθ’ ης πωλούνται περίπου στα ίδια καταστήματα με της αιτούσας (περίπτερα, supermarkets). Ότι η καθ’ ης ενεργεί κακόπιστα και εναντίον των χρηστών συναλλακτικών ηθών με σκοπό να σφετεριστεί τη φήμη των διακριτικών γνωρισμάτων της αιτούσας, να αποσπάσει αθέμιτα μέρος της πελατείας της και να παραπλανήσει το καταναλωτικό κοινό. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ζητεί να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα σε βάρος της καθ’ ης και συγκεκριμένα: Α) να υποχρεωθεί η τελευταία σε παράλειψη της χρήσης της ένδειξης «ΠΡΑΣΑΙΝΗ» είτε αυτούσιας, είτε παραποιημένης ως διακριτικού γνωρίσματος πάσης φύσεως προϊόντων. Β) Να απαγορευθεί η κυκλοφορία των ως άνω προϊόντων που φέρουν την ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ». Γ) Να διαταχθεί η περιγραφή και συντηρητική κατάσχεση των υπαρχόντων, ή μελλόντων να παρασκευαστούν ή να υπάρξουν στα καταστήματα της καθ’ ης ή στα χέρια τρίτων (συναλλασσομένων εμπόρων, προμηθευτών με αυτή). Δ) Να διαταχθεί η αποκαθήλωση της ενεπίγραφης πινακίδας (tabella) με την ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ». Ε) Να διαγραφεί από την ιστοσελίδα της και κάθε διαδικτυακό τόπο η ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ». ΣΤ) Να απειληθεί χρηματική ποινή 5.900 ευρώ στην καθ’ ης και προσωπική κράτηση έξι μηνών και 6.000 ευρώ στο νόμιμο εκπρόσωπό της, για κάθε παράβαση των όρων της απόφασης που θα εκδοθεί. Ζ) Να διαταχθεί η δημοσίευση με έξοδα της καθ’ ης του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών πανελληνίου κυκλοφορίας («ΤΑ ΝΕΑ» και την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»). Να καταδικαστεί η καθ’ ης στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης.

Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να συζητηθεί κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρ. 686 επ. ΚΠολΔ), είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, όσον αφορά τα υπό στοιχ. Α, Β, Γ, Δ, Ζ αιτήματα της, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στην ως άνω νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 124, 125, 150 και 153 Ν. 4072/2012, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 1, 13, 14, 20 παρ. 1, 22 του ν. 146/1914, περί αθέμιτου ανταγωνισμού 947 και 176 ΚΠολΔ, ενώ το ΣΤ αίτημα είναι νόμιμο μόνο ως προς την απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση, κατά το μέρος όμως που ζητείται προσωπική κράτηση και απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της καθ ‘ης είναι απαράδεκτο και απορριπτέο καθόσον η υπό κρίση αίτηση δε στρέφεται και κατά του τελευταίου προσωπικά. Συνεπώς κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι καθώς και την υπ’ αριθμ. 3.645/23-09-2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της καθ’ ης Ε. Π. του Χ. και της Y. που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, A. K. μετά από νόμιμη κλήτευση της αιτούσας (βλ. την υπ’ αριθμ. 4972/17-09-2014 έκθεση επίδοση του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, K. K. που προσκομίζει η καθ’ ης), πιθανολογήθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «Δ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ-Ι. ΜΑΡΟΣΟΥΛΗ Ο.Ε.» και το διακριτικό τίτλο GIATRAO.E. με έδρα της στη Ν. Ερυθραία Αττικής, κατέστη στις 15-01-2007 δικαιούχος των παρακάτω ελληνικών σημάτων: α) υπ’ αριθμ. 189305 με λογότυπο «η ΠΡΑΣΙΝΗ εφημερίδα της Δευτέρας», β) υπ’ αριθμ. 189306 με λογότυπο «η ΠΡΑΣΙΝΗ εφημερίδα της Κυριακής» και γ) υπ’ αριθμ. 189307 λογότυπο «η ΠΡΑΣΙΝΗ εφημερίδα». Τα ανωτέρω σήματα αποτελούνται από λεκτική απεικόνιση με ορισμένη έγχρωμη (πράσινη) σύνθεση. Στη συνέχεια στις 07-02-2007, συστήθηκε η αιτούσα εταιρία με την επωνυμία «ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ» δραστηριοποιούμενη στο χώρο του τύπου, η οποία με τις υπ’ αριθμ. 57, 56 και 58/12-03-2007 αιτήσεις προς τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων (Δ.Ε.Σ.) απέκτησε αρχικά την άδεια χρήσης των ανωτέρω αντίστοιχων σημάτων (δυνάμει των αντίστοιχων υπ’ αριθμ. 8479/2007, 8478/2007 και 8480/2007 αποφάσεων της ανωτέρω επιτροπής), στην οποία και μεταβιβάστηκαν στις 28-08-2014 και κατέστη έτσι δικαιούχος αυτών. Έτσι η αιτούσα εκδίδει από το έτος 2007 τις ανωτέρω αθλητικές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων είναι και η εφημερίδα με το σήμα «ΠΡΑΣΙΝΗ εφημερίδα», με ευρύτατη κυκλοφορία πανελληνίως αλλά και στην ομογένεια του εξωτερικού. Το σήμα της ανωτέρω εφημερίδας εκδόσεως της αιτούσας αποτελείται από την απεικόνιση των λέξεων «η ΠΡΑΣΙΝΗ», αποτελούμενη από το άρθρο «η» τυπωμένο με πεζά γράμματα σε χρώμα πράσινο και τη λέξη «ΠΡΑΣΙΝΗ» με κεφαλαία πράσινα γράμματα και βρίσκεται στην κορυφή και στο μέσον του ανωτέρω εντύπου. Η εν λόγω εφημερίδα εκφράζει αποκλειστικά τις απόψεις των παραγόντων αλλά και τις θέσεις μίας εκ των μεγαλύτερων, Πανελληνίως, Πανευρωπαϊκά αλλά και Παγκοσμίως, ομάδων του αθλήματος καλαθοσφαίρισης (Basket-Ball), ήτοι της Κ.Α.Ε. ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ. Ο μεγαλομέτοχος δε της ανωτέρω ομάδας, Δ. Γ. είναι και ο ιδιοκτήτης των ανωτέρω εφημερίδων. Η προώθηση των πάσης φύσεως εντύπων της αιτούσας πραγματοποιείται στην αγορά με την ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ», το οποίο είναι διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων της και έχει καθιερωθεί στην Ελληνική αγορά σε σημείο που να προσελκύει εύκολα τον οποιονδήποτε αναγνώστη κατώτερης, μέσης, ανώτερης μορφωτικής, κοινωνικής ή οικονομικής επιφάνειας στην αγορά των προϊόντων της. H καθ’ ης εταιρία από την άλλη, ιδρύθηκε το έτος 1963 και το 1965 τέθηκε σε λειτουργία το εργοστάσιο παραγωγής μπύρας της στην Αθήνα, ενώ το 1974 άνοιξε δεύτερο εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη, επεκτείνοντας την παραγωγή μπύρας και στη Βόρεια Ελλάδα. Η καθ’ ης εταιρία συνεργάζεται με πολλές πολυεθνικές εταιρίες παραγωγής μπύρας, και παράγει μπύρα την οποία κυκλοφορεί με διάφορα σήματα και με την έγκριση των ως άνω συνεργαζόμενων εταιριών, όπως Amstel, Erdinger, Duvel, MacFarland, Carib κ.ά., ήταν δε μία από τους μεγάλους χορηγούς των Ολυμπιακών αγώνων που πραγματοποιήθηκαν στη χώρα μας το έτος 2004, ενώ εξάγει τα προϊόντα της σε περίπου 30 χώρες παγκοσμίως. Μια εκ των ανωτέρω συνεργαζόμενων με την καθ’ ης πολυεθνικών εταιριών, είναι και η ολλανδική εταιρία με την επωνυμία HeinekenBrouwerijenB.V. Η συνεργασία τους αυτή ξεκίνησε από το έτος 1981 και έκτοτε η καθ’ ης παράγει στην Ελλάδα με την άδεια και υπό τον έλεγχο της ως άνω ολλανδικής εταιρίας τη μπύρα με το γνωστό σήμα «Heineken». Η ανωτέρω μπύρα που διαθέτει στην Ελληνική αγορά η καθ’ ης από το έτος 1982 είναι συσκευασμένη σε μπουκάλι πράσινου χρώματος. Η ανωτέρω δε συσκευασία της μπύρας Ηeineken σε μπουκάλι πράσινου χρώματος, υπήρξε πρωτοπόρα την εποχή εκείνη, καθόσον οι λοιπές μπύρες, όπως Amstel, Fix κ.α., κυκλοφορούσαν συσκευασμένες σε μπουκάλια καφέ χρώματος. Η ανωτέρω συσκευασία της μπύρας Heineken, στο πράσινο μπουκάλι ήταν η πρώτη και μοναδική για ένα χρονικό διάστημα στην Ελληνική αγορά και για το λόγο αυτό είχε υπεισέλθει στη συνείδηση του μέσου Έλληνα καταναλωτή με το επίθετο «πράσινη», σε σημείο μάλιστα που όταν κάποιοι καταναλωτές ήθελαν μπύρα Heineken να την παραγγέλνουν μόνο ως πράσινη (χωρίς να αναφέρουν δηλαδή την ανωτέρω μάρκα της). Το έτος 1994 δε, η καθ’ ης η αίτηση πραγματοποίησε μια διαφημιστική καμπάνια στην Ελληνική Τηλεόραση με το σλόγκαν «υπάρχει μόνο μία πράσινη, η Heineken». Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι το έτος 2014 σε έρευνα αγοράς που διενήργησε η καθ’ ης με το ερώτημα «ποια μάρκα μπύρας αποκαλείται συνήθως και Πράσινη», ποσοστό 94% των ερωτηθέντων στο πρώτο τρίμηνο του ίδιου έτους απάντησε «Heineken», ποσοστό 93% στο δεύτερο τρίμηνο απάντησε το ίδιο και ποσοστό 95% το τρίμηνο του έτους 2014 [sic] έδωσε πάλι την ίδια απάντηση. Έτσι η ανωτέρω μπύρα προκύπτει σαφώς ότι καθιερώθηκε στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό ως «η πράσινη». Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω μετρήσεις, η καθ’ ης αποφάσισε στη διαφημιστική προβολή της μπύρας Heineken να περιλάβει και τη λέξη «πράσινη» και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του έτους 2014, το μπουκάλι της μπύρας Heineken, με ετικέτα στο πάνω μέρος της οποίας έχει την ένδειξη «HeinekenLagerBeer», κάτω από αυτή, έχει την απεικόνιση του κόκκινου αστεριού, κάτω από αυτό, την ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ», γραμμένη με κεφαλαία γράμματα χρώματος άσπρου, παρακάτω έχει την απεικόνιση μικρότερου κόκκινου αστεριού και αμέσως κάτω από αυτή ξανά την ένδειξη «Heineken», γραμμένη με μικρά γράμματα λευκού χρώματος σε μαύρο φόντο. Πρόθεση δε της καθ’ ης ήταν η διαφημιστική καμπάνια της ανωτέρω μπύρας με την ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ», που είχε τον τίτλο «Η ΗEINEKEN ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΑΣΙΝΗ ΚΑΙ ΚΕΡΝΑΕΙ» να διαρκέσει μόνο την καλοκαιρινή περίοδο του έτους 2014, κυκλοφορώντας μάλιστα το σλόγκαν «Σκέψου Γίνεται», προτρέποντας με αυτό το καταναλωτικό κοινό να σκέφτεται, ενόψει και της καλοκαιρινής περιόδου, θετικά και αισιόδοξα. Από τη σύγκριση των ανωτέρω σημάτων της αιτούσας με την ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ» που χρησιμοποίησε η καθ’ ης στην ανωτέρω μπύρα πιθανολογείται ότι πρόκειται για εντελώς διαφορετικές παραστάσεις, που δεν έχουν ομοιότητα μεταξύ τους οπτική, από την οποία θα μπορούσε να προκληθεί σύγχυση στο μέσο καταναλωτή και να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το επίδικο προϊόν σχετίζεται με οποιονδήποτε τρόπο με αυτό της αιτούσας, με την έννοια ότι τούτη (μπύρα) βρίσκεται σε οικονομικό και εν γένει οργανωτικό δεσμό με την αιτούσα ή ότι η τελευταία επεξέτεινε τη δραστηριότητά της και στα προϊόντα της καθ’ ης, με συνέπεια η τελευταία να αποσπάσει μέρος της πελατείας της αιτούσας, όπως αβάσιμα η τελευταία ισχυρίζεται. Τούτο διότι αφενός πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά προϊόντα, εκ των οποίων το ένα, ήτοι η μπύρα Heineken, έχει εισαχθεί στην Ελληνική αγορά με την ανωτέρω περιγραφόμενη αρχική συσκευασία, όπως προαναφέρθηκε, πολύ πριν την κυκλοφορία των εφημερίδων της αιτούσας, αφού τούτη ιδρύθηκε μόλις το έτος 2008, ο λογότυπος δε «ΠΡΑΣΙΝΗ», είχε συνδεθεί στη συνείδηση του Έλληνα καταναλωτή από το έτος 1982 με την ανωτέρω μπύρα. Αφετέρου, τα ανωτέρω προϊόντα της αιτούσας, απευθύνονται σε ιδιαίτερο κύκλο καταναλωτών, περιοριζόμενα μόνο σε αναγνώστες και μάλιστα όχι ευρείας κλίμακας, παρά μόνο σ’ αυτούς των αθλητικών εφημερίδων και μάλιστα στους οπαδούς της ομάδας «ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ». Αντιθέτως, το καταναλωτικό κοινό της καθ’ ης είναι πολύ ευρύτερο από αυτό της αιτούσας και κατά λογική ακολουθία, δε θα συνέφερε σε καμία περίπτωση την καθ’ ης η ανωτέρω μπύρα της με την ένδειξη «ΠΡΑΣΙΝΗ» να συνδεθεί με τους οπαδούς μία[ς] μόνο ομάδος, με συνέπεια να δημιουργήσει αποστροφή στους οπαδούς των άλλων ομάδων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο καταναλωτικό κοινό της, σε αντίθεση με την αιτούσα κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Εξάλλου ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που η αιτούσα πληροφορήθηκε ότι κάποιοι οπαδοί της ΚΑΕ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ, συσχέτισαν την ως άνω μπύρα με την ομάδα, το γεγονός αυτό που δεν πιθανολογήθηκε ότι συνέβη, θα αφορούσε την ανωτέρω ΚΑΕ και όχι την αιτούσα, η οποία είναι εντελώς διαφορετικό νομικό πρόσωπο. Κατόπιν τούτων, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ενέργεια της καθ’ ης που αποσκοπεί με τη χρήση της ως άνω λεκτικής απεικονιστικής ένδειξης να αντλήσει αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη των επίδικων σημάτων της αιτούσας ή για ενέργεια βλαπτική του διακριτικού χαρακτήρα αυτών (σημάτων) ή της φήμης τους, ούτε για ενέργεια αντικείμενη στις διατάξεις του ν. 146/1914, αφού ουδόλως πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης ενήργησε κατά παράβαση των χρηστών ηθών, με πρόθεση ανταγωνισμού και κατά τρόπο δυνάμενο να προκαλέσει σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει η αίτηση να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη και να καταδικαστεί η αιτούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης αίτηση, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αιτούσα την πληρωμή της δικαστική[ς] δαπάνης της καθ’ ης την οποία ορίζει στο ποσό των 230 ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του στις 19/2/2015.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ»